σταφιδίνη

σταφιδίνη
η
πυκνό εκχύλισμα σταφίδας, θρεψίνη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σταφιδίνη — η, Ν (χημ. τροφ.) σταφιδοσάκχαρο που βρίσκεται σε στερεά ή πολτώδη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίδα. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”